Της Ελευθερίας Μηλάκη
Είναι πρωί, παραμονή της 50ης επετείου του Πολυτεχνείου… Πού να σου εξηγώ τώρα, εσύ ήρθες στην Ελλάδα μετά το 2004… Είχανε γίνει κάτι φασαρίες και είχανε σκοτωθεί κάτι φοιτητές…
Κάθομαι μόνη στο παρκάκι. Κανείς δεν είναι εκεί, μόνο κάτι σκυλο-γονείς πέρασαν. Και μια κατάλευκη ψηλόλιγνη γάτα, λίγο σκονισμένη στη ράχη της, όλο φώναζε, κάποιον φώναζε. Ίσως ένα κόκκινο γάτο που εμφανίστηκε να τρεχαλίζει περνώντας μπροστά μας βιαστικά. Η λευκή γάτα είχε ένα μάτι γαλάζιο και ένα πράσινο, σαν εκείνο το μοντέλο που διαφημίζει παππούτσια. Χθες το πρωινό δεν κύλησε καθόλου καλά. Είχα ραντεβού με φίλους, ετοιμάστηκα, όμως ακυρώθηκε! Αποφάσισα να πάω μια βόλτα στη λαϊκή, να πάρω έναν καφέ στο χέρι και μία τυρόπιτα… Είχε κόσμο στη λαϊκή. Άρχισα να φοβάμαι για τη γρίπη. Είχαν τελειώσει και οι τυρόπιτες. Ένα φραπέ. Μέτριο, με γάλα εβαπορέ και πολύ νερό. Τι είναι αυτό; Έδειξα ένα ψωμί σε σχήμα σάντουιτς. Μπριός με κρέμα και σταγόνες σοκολάτας. Ήταν η παγκόσμια ημέρα διαβήτη… Μου έδωσαν το καφέ σε μεγάλο κύπελο, για να χωράει το πολύ νερό. Κάθισα στην πλατεία της εκκλησίας. Και ξαφνικά χύθηκε όλος ο καφές πάνω στα μάρμαρα μπροστά στον παπά! Ήθελα να πω συγνώμη, αλλά τελικά τα μάζεψα και έφυγα αμέσως…
Αποφάσισα να επανορθώσω την επομένη. Ένας ίδιος καφές. Ένα αξιοπρεπέστατο παγκάκι στο παρκάκι, ήταν κατεστραμμένα, αλλά επισκευάστηκαν. Εγώ θα γίνω φυτο-γονιός. Οι δικοί μου είναι γατο-γονείς, εγώ γατο-νονά, αλλά δεν έχω μια γάτα δική μου. Θα γίνω φυτο-γονιός ενός νέου δέντρου, το οποίο μπορώ να το αξιοποιήσω και ως δεύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δύο αληθινά δέντρα και το πλαστικό, παρά τις διαμαρτυρίες, θα πάει ήρεμα και ωραία στην ανακύκλωση… Κάνει κρύο. Πρέπει να φύγω. Ακόμα μια βόλτα, όλα είναι βαρετά, αναζητώ κάτι ενδιαφέρον, καλό ή κακό! Περνάω μπροστά από ένα εγκαταλελειμένο σπίτι, πλησιάζω, με την ελπίδα να δω μέσα κάτι ενδιαφέρον, ίσως και κάποιο παλιό μικρο-αντικείμενο που θα μπορούσα να το πάρω μαζί μου, αφού δεν μου έχει περάσει ακόμα η τρέλα με το ντεκόρ, όσο και αν νοσταλγώ τα πιο απλά χρόνια, τότε που το τελευταίο που με ενδιέφερε ήταν το σπίτι και η διακόσμησή του. Αυτό που είδα δεν το πίστευα. Ένα μεγάλο όχημα πυροσβεστικής – παιχνίδι, ανάμεσα σε σκουπίδια. Σκέφτηκα να το πάρω. Μετά σκέφτηκα να επιστρέψω να το φωτογραφίσω. Δεν είχα μαζί μου το κινητό… Ήρθε στο μυαλό μου μια ανάμνηση, εγώ στο Βερολίνο, εκείνα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, είχα αποφασίσει να πάρω ένα παιχνίδι για το παιδί, πήγα σε όλα τα παιχνιδάδικα της περιοχής, στη δυτική πλευρά, δεν μπορούσα να βρω κάτι κατάλληλο, ώσπου τελικά λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά εντόπισα ένα μικρό πυροσβεστικό φορτηγό με μηχανισμό που πετούσε και νερό… Είναι φρικαλέο αν το σκεφτείς, όμως αυτά που έλεγαν οι φεμινίστριες της εποχής εκείνης ήταν ψέματα… Ας ξεπερνούσαμε πρώτα ως κοινωνία το επίπεδο του μεσαίωνα και μετά ας μιλούσαμε για χειραφέτηση των γυναικών. Δεν γίνεται να μιλάμε για ισότητα τη στιγμή που οι προερχόμενοι από τα χωριά τους, της γενιάς του Πολυτεχνείου και πιο πριν, κουβαλούν σεξιστικά κατάλοιπα σύμφωνα με τα οποία η «απροστάτευτη» ή ευάλωτη γυναίκα, η χήρα κτλ είναι μια βρωμιά που πρέπει να σβηστεί. Αυτά τα κατάλοιπα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα που μπορεί να επηρεάσουν και μια πολύ επιτυχημένη επαγγελματικά γυναίκα.
Σε μια αυλή είδα μια πουά μπινγκόνια. Και μετά άλλη μία. Είναι ένα φυτό με μεγάλα διάστικτα φύλλα. Μου αρέσει να μαθαίνω τα ονόματα των φυτών. Μου αρέσει να μαζεύω ονόματα φυτών και τίτλους βιβλίων. Το θέμα είναι ότι ως τώρα δεν τα καταφέρνω με τα φυτά, πάντα χαλάνε ή ξεραίνονται, όσο και αν διαβάζω πληροφορίες για τη φροντίδα τους… Και τα βιβλία. Δεν διαβάζω πολύ συχνά βιβλία. Μου αρέσει ωστόσο να τα μαζεύω. Το τελευταίο που διάβασα ήταν Η Δευτέρα των Αθώων του Γιάννη Ξανθούλη. Μιλούσε για μια οικογένεια στην οποία επικρατούσε το μίσος. Και ξαφνικά όπως κάθομαι στο παγκάκι βλέπω μια αρκετά μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, να πλησιάζει σε ένα σημείο δίπλα στην ανακύκλωση, όπου είχαν αφήσει παλιά ρούχα. Την είδα να πιάνει μια ζακέτα και να τη δοκιμάζει σαν να ήταν σε δοκιμαστήριο καταστήματος με ρούχα. Μετά την έβγαλε και την πέταξε πάλι στο σωρό. Την είδα να φεύγει, ήταν αρκετά καλόγουστα ντυμένη, με βιολετί παντόφλες, μπλουζοφόρεμα με παστέλ οριζόντιες ρίγες και κολάν. Τα μαλλιά της κοντά και βαμμένα σε μια απόχρωση μεταξύ κόκκινου και ξανθού, με εμφανείς άσπρες ρίζες στην πίσω πλευρά του κεφαλιού.
Εσείς πιστεύετε στην κλιματική κρίση, ρώτησα αναζητώντας ένα ουδέτερο small talk… Κοίτα να δεις Ελευθερία, λέγε λέγε το κοπέλι… Σωστά. Σιγά σιγά αποκτήσαμε και κλιματικό στρες. Διαβάζοντας περιοδικά μόδας, νιώθω κυριολεκτικά ντροπή και ενοχή, αν τολμήσω ακόμα και να επιθυμήσω κάτι που δεν είναι «βιώσιμο», δηλαδή πανάκριβο… Και όμως έτσι μάθαμε να ζούμε. Με τη φτηνή, τη «δημοκρατική» μόδα, στο ντύσιμο, στο ντεκόρ, στα… σαπουνάκια. Είχε πάει μια μέρα ο Ντοστογιέφσκι στην αγορά και έδωσε και το τελευταίο του καπίκι για να πάρει… σαπουνάκια. Πιστεύω ότι ήταν μετάφραση που σήμαινει καλλυντικά διαφόρων ειδών. Εκτός από τα σαπουνάκια, υπάρχουν και χριστουγεννιάτικα κεράκια σε σχήμα γλυκών. Ιταλικό κάνολι, μινιατούρες εγγλέζικης πουτίγκας και σουηδικής «τούρτας της πριγκίπισσας», πανετόνε σε μεγάλο μέγεθος. Είμαστε απειλή για τον πλανήτη, αν θέλουμε κάτι καινούριο, άφθαρτο, «αμάλαγο», όπως έλεγε η γιαγιά… Επιστρέφοντας έβλεπα τις επιχειρήσεις της γειτονιάς, το παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο από τα ΄90s, το κατάστημα με τα εσώρουχα, τις επισκευές μοτοσυκλετών… Στον πίσω δρόμο, ένα δωμάτιο ήταν επιπλωμένο σχεδόν πρωτόγονα, με παλιά, αυτοσχέδια έπιπλα, φτιαγμένα από παλιά ξύλα. Μέσα, μερικές γριές και άλλες λίγο πιο νέες, είχαν πρωινή συζήτηση με τον καφέ τους. Ευτυχώς το metaverse και όλη αυτή η τρομακτική επιστημονική φαντασία που λένε είναι ακόμα πολύ μακριά από εδώ. Οι μεγάλες αλλαγές της ιστορίας, είτε ήταν η Βιομηχανική Επανάσταση, είτε η Ψηφιακή Επανάσταση, σπάνια έλαβε υπόψη τους πολλούς «μικρούς» ανθρώπους έτσι και αλλιώς. Ό,τι και να γίνει έχουμε ακόμα ένα θησαυρό. Τη σκέψη. Την πολυτέλεια του να μπορείς να σκέφτεσαι και μόνος σου.